[[Συζήτηση_χρήστη:Nikosgranturismogt|Αφήστε μήνυμα]] {{userbox|blue|white|[[Αρχείο:Tapisserie cavaliers.JPG|60px]]|Ο χρήστης αυτός τρελαίνεται για την [[Μεσαίωνας|μεσαιωνική περίοδο]] της [[ιστορία]]ς !}} {{Χρήστης:Stellath/Δεξιόχειρας}} | {{Χρήστης ιστορία}}
Πέμπτη 23 Απριλίου 2015
[[Συζήτηση_χρήστη:Nikosgranturismogt|Αφήστε μήνυμα]] {{userbox|blue|white|[[Αρχείο:Tapisserie cavaliers.JPG|60px]]|Ο χρήστης αυτός τρελαίνεται για την [[Μεσαίωνας|μεσαιωνική περίοδο]] της [[ιστορία]]ς !}} {{Χρήστης:Stellath/Δεξιόχειρας}} | {{Χρήστης ιστορία}}
Σάββατο 11 Απριλίου 2015
Ο πατήρ Σέργιος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο πατήρ Σέργιος Отец Сергий Otets Sergiy | |
---|---|
![]() Αφίσα (1918) πριν τη προβολή της κινηματογραφικής ταινίας του Yakov Protazanov | |
Συγγραφέας | Λέων Τολστόι |
Είδος | Νουβέλα. |
Εκδότης | Τσερτκώφ |
Γλώσσα | Ρωσικά |
Πρώτη έκδοση | 1891 |
Προηγείται του | 1895, 1898 |
Σελίδες | 46 |
«Όλη αυτήν την ώρα, ο πατήρ Σέργιος στεκότανε μέσα στο καμαράκι του και προσευχότανε. Είχε ακούσει το φρού-φρού, την ώρα που έβγαλε το μεταξωτό φουστάνι της, την άκουσε να περπατάει ξυπόλητη, να τρίβει τα πόδια της.΄Ένιωθε πως παρασύρεται και γι ΄αυτό προσευχότανε χωρίς διακοπή. Την ίδια στιγμή, εκείνη του φώναξε: -Μα ακούστε λοιπόν! Αυτό καταντάει απάνθρωπο. Μπορεί και να πεθάνω. -Ναι, θα πάω. Θα κάνω όπως έκανε κείνος ο πατήρ, που έβαλε το χέρι του πάνω της και το άλλο πάνω στη πυρω-μένη σκάρα του τζακιού. Εδώ όμως δεν υπάρχει σκάρα… Κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε στο καντήλι. Έβαλε το δάχτυλό του πάνω από τη φλόγα κι΄ έσμιξε τα φρύδια του, έτοιμος να υποφέρει. Για μια στιγμή είχε την εντύ-πωση πως δεν νοιώθει πόνο. -Για όνομα Θεού! Άχ ,ελάτε κοντά μου! Πεθαίνω! -Τώρα έρχομαι, πρόφερε αυτός. Κι΄ ανοίγοντας την πόρτα του, πέρασε από μπροστά της χωρίς να την κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο πρόδωμα, εκεί που έκοβε τα ξύλα. Βρήκε ψηλαφητά το κούτσουρο που έκοβε απάνω του τα ξύλα. Το τσεκούρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στον τοίχο... - Τώρα, τώρα, ξανάπε παίρνοντας το τσεκούρι με το δεξί του χέρι. Κι΄ακούμπησε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο κούτσουρο. Σήκωσε αμέσως το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε χτυπώντας λίγο παρακάτω από τη δεύτερη άρθρωση. Τύλιξε αμέσως το ακρωτηριασμένο του δάχτυλο με την άκρη του ράσου του και το ακούμπησε σφιχτά πάνω στο μερί του. Ξαναμπήκε τότε στην σπηλιά και σταματώντας απέναντι στην γυναίκα, χαμήλωσε τα μάτια του». Μετάφραση από τα ρωσικά Άρης Αλεξάνδρου-Εκδόσεις Χ. Μιχαλακέας και Σία, Αθήνα 1959 |
Ο πατήρ Σέργιος (ρωσ. Отец Сергий) είναι νουβέλα του Λέων Τολστόι που τη δούλεψε τμηματικά στα έτη 1890, 1891, 1895 και 1898 και ενώ δεν συνδέεται σαν υπόθεση με την Ανάσταση, ωστόσο συνταιριάζεται μ΄αυτήν ιδεολογικά.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]Ανάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αναπτύσσεται κι΄εδώ η ίδια σκέψη, όπως και στον «Διάβολο» και στη «Σονάτα του Κρώυτσερ», ότι δηλαδή ο άνθρωπος γίνεται στάχτη στη φωτιά του αισθησιακού πάθους, όταν δεν υπάρχει μια βαθύτερη, ψυχική προσέγγιση στις σχέσεις άντρα και γυναίκας. Ο αγώνας κατά της λαγνείας είναι ένα επεισόδιο μονάχα, ή μαλλον ένα σκαλοπάτι, γράφει στον εκδότη Τσερτκώφ το Φεβρουάριο 1891. Η δύναμη της νουβέλας και το κεντρικό της νόημα βρίσκονται στην επισήμανση, ότι, στην αποχώρηση από τα εγκόσμια με την πρόφαση της σωτηρίας από τους διαφόρους πειρασμούς, είναι κάτι σφαλερό στη βάση του, γιατί οι πειρασμοί μένουν,[1] αποκτούν μάλιστα μορφές αφύσικες και αποκρουστικές.[2]
Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει σχετικά στην Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας:«Το πιο αποκαλυπτικό έργο της εποχής τούτης τουΤολστόι είναι ο πατήρ Σέργιος· πίσω από τον οδυνηρό προφήτη Σέργιο ξεχωρίζεις τη σπαρακτική φυσιογνωμία του Τολστόι. Ο Σέργιος είναι αξιωματικός, φεύγει τη ματαιότητα του κόσμου, γίνεται μοναχός, μα πέφτει σε νέους, ανηθικότερους πειρασμούς. Οι άνθρωποι τον θεωρούν άγιο κι΄αυτός μέσα του κολακεύεται κι΄επιχειρεί να παίξει τον προφήτη. Όμοια κιό Τολστόι, όπως κιό Σέργιος, είχε αρχίσει να θεωρείται προφήτης από χιλιάδες πιστούς. Απ΄όλον τον κόσμο αποτείνονταν σ΄αυτόν και του ζητούσαν να τους δείξει τό δρόμο της σωτηρίας. Η Γιάσναϊα Πολιάνα επί έτη έγινε το ψυχικό κέντρο της γης... Όσο περισσότερο έβλεπε ο Τολστόι να γίνεται ο ηθικός φάρος της ανθρωπότητας, τόσο περισσότερο υπόφερε βλέποντας πόσο ζει στην ψευτιά, πόσο είναι δειλός και δεν τολμά να εφαρμόσει ό,τι κηρύχνει»
Εκείνη πρόσεξε το χλωμό του πρόσωπο, το αριστερό του μάγουλο που έτρεμε, και ξαφνικά ένοιωσε ντροπή. Σηκώθηκε απότομα και, άρπαξε τη γούνα της, την έριξε απάνω της και τυλίχτηκε. Ξάφνου άκουσε κάτι σταλαγματιές που πέφτανε στο πάτωμα. Πρόσεξε καλύτερα κι΄ είδε το αίμα να τρέχει από το χέρι, νάχει μουσκέψει το ράσο και να σταλάζει στο πάτωμα. Πιο χλωμή κι΄ από τον ίδιο, γύρισε κοντά του και θέλησε να του μιλήσει. Αυτός όμως μπήκε αργά και ήρεμα στο καμαράκι, κλείνοντας την πόρτα από πίσω του.-Συγχωρέστέ με, είπε. Πως μπορώ να εξιλεωθώ για την αμαρτία μου! (...) Η γυναίκα άρχισε να κλαίει με λυγμούς και βγήκε από το κελί. Μπήκε στην τρόϊκα και μέχρι το σπίτι δεν πρόφερε λέξη. Το περιστατικό με την Μακόβνικα διαδόθηκε γρήγορα παντού (νυχτερινή της επίσκεψη, η αλλαγή που έγινε απότομα μέσα της και το κλείσιμο της σε μοναστήρι). Από τότε κι΄ ύστερα η φήμη του πατήρ Σέργιου συνεχώς μεγάλωνε. Άρχισαν να μαζεύονται όλο και περισσότεροι...
Παραπομπές-Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Άλμα πάνω↑ Τολστόι, Ο πατήρ Σέργιος κεφ. 5: «Ήταν η έκτη χρονιά που ο πατήρ Σέργιος ζούσε μοναχός του κλεισμένος στο κελί του. Είχε γίνει τώρα σαρανταεννιά χρονών. Η ζωή του ήταν δύσκολη. Όχι πως δεν τον δυσκόλευαν οι νηστείες κι΄οι προσευχές-αυτά δεν του κάνουν πια κόπο· τον κούραζε όμως η ψυχική πάλη: η αμφιβολία κι΄ο σαρκικός πόθος. Κι΄οι δύο αυτοί εχθροί εμφανίζονταν πάντα μαζί. Είχε την εντύπωση πως ήταν διαφορετικοί, ενώ ήταν ένας και μοναδικός. Μόλις κατανικούσε την αμφιβολία, εξαφανίζονταν αμέσως κι΄ο σαρκικός πόθος. Αυτός όμως νόμιζε πως πρόκειται για δυο διαφορετικούς διαβόλους και πάλευε μαζί τους, πότε με τόν ένα και πότε με τόν άλλο».
- Άλμα πάνω↑ Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ «Κριτική Ανάλυση της Νουβέλας πατήρ Σέργιος», 1956
Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η επιδρομή (διήγημα)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
μτφ. Άρης Αλεξάνδρου |
Απόσπασμα της αρχής του διηγήματος που αφαιρέθηκε από την τσαρική λογοκρισία. |
Η Επιδρομή (ρωσ. спуск) είναι ένα από τα πρώτα διηγήματα του Τολστόι των τριάντα δύο σελίδων και δώδεκα ενοτήτων, που δημοσιεύθηκε το 1852 που μαζί με το «Κόψιμο του δάσους», καθώς και τους Κοζάκους και τον Χατζή Μουράτ αποτελούν ένα κύκλο έργων που περιστρέφονται γύρω από τη δράση του ρωσικού στρατού στον Καύκασο. Και τα τέσσερα βασίζονται στην προσωπική πείρα του συγγραφέα και τις αναμνήσεις τους από την εποχή που υπηρέτησε εκεί ως αξιωματικός.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το βασικό θέμα των αφηγήσεων αυτού του κύκλου- η γενναιότητα των πολεμιστών- εκπορεύεται από το σύνολο των ιδεολογικών και ηθικών αναζητήσεων του νεαρού τότε Τολστόι. Οι ιδιότητες που κάνουν τους ανθρώπους γενναίους αναπτύσσονται από τον συγγραφέα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δικαιώνεται κάποιος υψηλός τους προορισμός. Η Επιδρομή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος του Μαρτίου 1853 του περιοδικού Σύγχρονος κι΄αποτελεί μια αφήγηση, σε επικό τόνο, της ζωής και της δράσης του Ρώσου στρατιώτη στις μάχες του με τις ατίθασες βουνίσιες φυλές του Καυκάσου. Τα διάφορα πρόσωπα του έργου μοιάζουν με αξιωματικούς συναδέλφους του Τολστόι. Ο λοχαγός Χλοπώφ για παράδειγμα θυμίζει τον φίλο του Χιλκόσκη, αυτόν που περιγράφει στο «ημερολόγιό του» σαν έναν «παλιό απλό στρατιώτη με απλούς τρόπους, ευγενικό, καλόκαρδο και γενναίο».
Η αμφισβήτηση της δικαίωσης του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στην επιδρομή βλέπομε πως ο Τολστόι, από τα πρώτα κιόλας νεανικά χρόνια, αμφισβητεί τη δικαίωση του πολέμου. Χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταδικάσει τον πόλεμο απόλυτα και κατηγορηματικά, στο τέρμα μιας αργής πορείας, που ήταν γεμάτη σκέψη, αγώνες και πείρα. Ένα μέρος της πείρας το οφείλει και στη στρατιωτική του υπηρεσία, που άρχισε το1851, όταν κατατάχτηκε δόκιμος αξιωματικός, και τελείωσε το 1856[1] δηλαδή μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, που έφυγε μόνος του από το στράτευμα με το βαθμό του υπολοχαγού.
Η ειλικρίνεια της σκέψης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ελευθεροστομία του συγγραφέα, η ειλικρίνεια της σκέψης του κι΄ η αναζήτηση της αλήθειας, υπήρξαν αιτία να μην κατακτήσει τις συμπάθειες των ανωτέρων του· έχασε μάλιστα κάποια προαγωγή. Έπειτα από χρόνια ο Τολστόι αστειευόταν για την καριέρα του σαν αξιωματικός, λέγοντας πως δεν κατάφερε να γίνει στρατηγός στο στράτευμα, έγινε όμως στη λογοτεχνία.
Η ιστορία των δημοσιεύσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όταν δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά η «Επιδρομή», περικόπηκε άγρια (δέκα τρεις περικοπές ακόμα και ολοκλήρων παραγράφων σε ένα διήγημα των τριάντα δύο σελίδων) από την τσαρική λογοκρισία κι ο συγγραφέας έγραψε σχετικά στον αδελφό του Σεργκέι: «Ό,τι ήταν καλό στο διήγημα, το βγάλανε ή το ακρωτηριάσανε». Ο ποιητής Νικολάι Νεκράσοφ, διευθυντής τότε του περιοδικού Σύγχρονος, έστειλε ένα γράμμα στον Τολστόι, συνιστώντας να μ χάνει το ηθικό του από παρόμοιες ενέργειες, που είναι συνηθισμένες σε όλους τους λογοτέχνες με ταλέντο. Αργότερα ο Νεκράσοφ θα γράψει ακόμα πιο θερμά στον Τολστόι, από αφορμή μιας νέας επέμβασης της λογοκρισίας σ΄άλλο έργο του συγγραφέα: «Η δουλειά σας που ακρωτηριάστηκε αυθαίρετα δε θα πάει χαμένη. Θα μείνει για πάντα, σαν απόδειξη της δύναμης που σας κάνει να ξεστομίζετε τέτοιες βαθειές και καθαρές αλήθειες, κάτω από συνθήκες που λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν ν΄ ανθέξουν. Αυτό ακριβώς χρειάζεται σήμερα η ρωσική κοινωνία, την αλήθεια-την αλήθεια που τόσο λίγη έχει απομείνει στη λογοτεχνία του τόπου μας μετά τον θάνατο του Νικολάι Γκόγκολ». Ο Τολστόι καταλήγει στο συμπέρασμα πως υπάρχουν δύο ειδών γενναιότητες, η ηθική και η φυσική. Η πρώτη υπαγορεύεται από τη αντίληψη του καθήκοντος προς την πατρίδα σε συνδυασμό μ΄ένα ευγενικό συναίσθημα συντροφικότητας. Η δεύτερη προέρχεται από κατώτερα κίνητρα: ο αξιωματικός, για παράδειγμα, που υπηρετεί στον στρατό από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς και ριψοκινδυνεύει στις μάχες, δείχνεται βέβαια παλικάρι, μα η γενναιότητα του δεν έχει την ηθική βάση, είναι απλώς φυσική.[2]
Η επαφή με τη φύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Θα έλεγε κανείς πως κάθε κακία θα έπρεπε να εξαφανιστεί από τις καρδιές των ανθρώπων, μόλις τους τύχαινε να έρθουν σ΄επαφή με τη φύση που είναι η άμεση έκφραση της ομορφιάς και της καλοσύνης.
«Σ΄όλη τη φάλαγγα βασίλευε μια τόσο βαθιά σιωπή, που μπορούσες ν΄ακούσεις όλους τους ήχους της νύχτας, αυτούς που είναι γεμάτοι με μια μυστηριακή ομορφιά και χύνονται σαν ρυάκια από παντού για να κυλήσουν όλοι μαζί, ίδιοι μ΄ένα ποτάμι: Το μακρινό, παραπονιάρικο ουρλιαχτό των τσακαλιών, που μοιάζει άλλοτε με απελπισμένο κλάμα κι άλλοτε με γέλιο, τα ηχηρά, μονότονα τραγούδια του γρύλου, του βατράχου, των ορτυκιών γινότανε ένας γιομάτος υπέροχος ήχος που συνηθίσαμε να ονομάζουμε νυχτερινή ησυχία. Η ησυχία αυτή παραβιάζονταν ή μάλλον γινότανε ένα με τον υπόκωφο γδούπο των πετάλων και το θρόισμα του ψηλού χόρτου, που προκαλούσε η φάλαγγα με την αργοκίνητη πορεία της».[3]
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Άλμα πάνω↑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ «ΕΠΙΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΥΚΑΣΙΑΝΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΤΟΛΣΤΟΙ» τόμ. 3, σ.335 εκδόσεις Χ. Μιχαλακέας και Σία, Αθήνα 1959
- Άλμα πάνω↑ όπ.π.
- Άλμα πάνω↑ Αυτόθι σ. 19
Γιάσναγια Πολιάνα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Γιάσναγια Πολιάνα (ρωσικά: Я́сная Поля́на), κυριολεκτικά "Φωτεινό Ξέφωτο") ήταν το σπίτι του συγγραφέα Λέοντα Τολστόι, όπου γεννήθηκε, έγραψε το Πόλεμος και Ειρήνη και την Άννα Καρένινα, και όπου είναι θαμμένος. Ο Τολστόι αποκαλούσε την Γιάσναγια Πολιάνα το "απροσπέλαστο λογοτεχνικό οχυρό" του[1]. Βρίσκεται 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά τηςΤούλα, στη Ρωσία, και 200 χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα.
Τον Ιούνιο του 1921 το κτήμα εθνικοποιήθηκε και έγινε επίσημα μουσείο αφιερωμένο στον Τολστόι. Η πρώτη που το διεύθυνε ήταν η κόρη του, Αλεξάνδρα Τολστάγια. Σήμερα διευθυντής του μουσείου είναι ο Βλαντίμιρ Τολστόι, επίσης ένας από τους απογόνους του Τολστόι. Το μουσείο περιέχει τα προσωπικά υπάρχοντα και την επίπλωση του σπιτιού του Τολστόι, καθώς και την βιβλιοθήκη του των 22.000 βιβλίων. Το κτήμα-μουσείο περιέχει την έπαυλη του συγγραφέα, το σχολείο που ίδρυσε για τα παιδιά χωρικών, και το πάρκο όπου βρίσκεται σήμερα ο απλός τάφος του Τολστόι.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το κτήμα Γιάσναγια Πολιάνα άνηκε αρχικά στην οικογένεια Κάρτσεβ. Στα τέλη του 18ου αιώνα αγοράστηκε από τον Πρίγκιπα Νικολάι Βολκόνσκι, τον παππού του συγγραφέα, ο οποίος έφτιαξε ένα Γαλλικό κήπο και έναν Αγγλικό κήπο, όπως και μεγάλα μονοπάτια με σημύδες και βελανιδιές[2].
Το σπίτι πέρασε από τον Βολκόνσκι στην μοναδική του κόρη, την Μαρία Νικολάγεβνα, τη μητέρα του Τολστόι. Ο άντρας της, Νικολάι Ιλίτς Τολστόι, ένας βετεράνος του πολέμου του 1812 ενάντια στον Ναπολέοντα, έχτισε ένα σπίτι με 32 δωμάτια καθώς και βοηθητικά κτήρια, και επέκτεινε το πάρκο.
Ο Λέων Τολστόι στην Γιάσναγια Πολιάνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Λέων Τολστόι γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1828 σε ένα σπίτι (από εκείνα τα χρόνια κατεδαφισμένο) στη Γιάσναγια Πολιάνα. Οι γονείς του πέθαναν όταν ήταν πολύ μικρός, και ανατράφηκε από συγγενείς. Το 1856, μετά το τέλος της υπηρεσίας του στο στρατό, μετακόμισε στο σπίτι, το οποίο αποτελούσε μία πτέρυγα της προηγούμενης έπαυλης, και έφερε εκεί και την γυναίκα του το 1862.
Όταν ζούσε ο Τολστόι εκεί, το κτήμα Γιάσναγια Πολιάνα ήταν περίπου 16 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σε μια ελαφρώς κεκλιμένη πλαγιά ενός λόφου με αρχικά πυκνό δάσος (το Δάσος της Παλιάς Τάξης) στο πάνω κομμάτι, και μια σειρά από τέσσερεις λίμνες σε διάφορα επίπεδα. Υπήρχαν τέσσερα συγκροτήματα από σπίτια χωρικών, με περίπου 350 χωρικούς που ζούσαν και δούλευαν στο κτήμα[1].
Ο Τολστόι έγραψε στη Γιάσναγια Πολιάνα το Πόλεμος και Ειρήνη μεταξύ του 1862 και 1869, και την Άννα Καρένινα μεταξύ του 1873 και 1877. Τα έργα τα έγραψε στο γραφείο του, χειρόγραφα, με πολύ μικρά γράμματα, με πολλές προσθήκες και σημειώσεις, και αυτά τα προσχέδια τα έδινε στη γυναίκα του, που έκανε ένα καθαρό αντίγραφο τη νύχτα, το οποίο ο Τολστόι ξαναδούλευε την επόμενη μέρα. Κάθε κεφάλαιο είχε πέντε-έξι προσχέδια, ενώ η γυναίκα του αντέγραψε το Πόλεμος και Ειρήνη επτά φορές πριν να τελειώσει. Όλα τα προσχέδια είχαν φυλαχθεί από αυτήν, και σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Ρουμιάντσεφ στη Μόσχα[3].
Τα δεκατρία παιδιά του Τολστόι, από τα οποία τέσσερα πέθαναν σε παιδική ηλικία, γεννήθηκαν όλα στη Γιάσναγια Πολιάνα, στον ίδιο δερμάτινο καναπέ όπου είχε γεννηθεί και ο ίδιος ο Τολστόι, και ο οποίος ήταν στο γραφείο του δίπλα στο γραφείο που έγραφε, και είναι ακόμα εκεί σήμερα.
Όταν ζούσε και εργαζόταν στη Γιάσναγια Πολιάνα, ο Τολστόι ξυπνούσε στις 7 η ώρα το πρωί, και έκανε ασκήσεις και περπατούσε στο πάρκο πριν να αρχίσει να γράφει. Κατά την εποχή της συγκομιδής δούλευε με τους χωρικούς στα χωράφια, και για την φυσική άσκηση, αλλά και να κάνει το γράψιμό του για τη ζωή των χωρικών πιο ρεαλιστικό. Επισκεπτόταν επίσης το σχολείο για τα παιδιά των χωρικών που είχε δημιουργήσει σε ένα κτήριο, όπου έλεγε ιστορίες στα παιδιά[4].
Ο Τολστόι φιλοξένησε στη Γιάσναγια Πολιάνα σχεδόν όλες τις σημαντικές μορφές του πολιτισμού και των τεχνών της Ρωσίας της εποχής. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι Τσέχωφ,Τουργκένιεφ, Γκόρκι, οι ζωγράφοι Βαλεντίν Σερόφ και Ιλιά Ρέπιν, καθώς και πολλοί άλλοι.
Μετά το θάνατο του Τολστόι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1911 η χήρα του Τολστόι Σοφία Αλεξάντροβα έκανε αίτηση στον Τσάρο Νικόλαο Β΄ να γίνει η Γιάσναγια Πολιάνα κρατικό μουσείο. Ο Τσάρος αρνήθηκε, αλλά χορήγησε σύναξη στην οικογένεια που θα επέτρεπε στο σπίτι και το κτήμα να διατηρηθούν ως είχαν.
Το 1919 η Σοβιετική Κυβέρνηση έθεσε επίσημα τη Γιάσναγια Πολιάνα υπό την προστασία του κράτους, και τον Ιούνιο του 1921 εθνικοποιήθηκε και έγινε κρατικό μουσείο, έχοντας δεχτεί 3.147 επισκέπτες τον πρώτο χρόνο[5].
Τον Οκτώβριο του 1941 καθώς οι Γερμανοί προσέγγιζαν τη Μόσχα, 110 κιβώτια με εκθέματα του μουσείου εκκενώθηκαν για τη Μόσχα, και μετά για το Τομσκ. Το κτήμα καταλήφθηκε από τους Γερμανούς για 45 μέρες, οι οποίοι μετέτρεψαν το σπίτι του Τολστόι σε νοσοκομείο, και οι γερμανοί στρατιώτες που πέθαιναν σε αυτό θάβονταν γύρω από τον τάφο του Τολστόι[6]. Μια φωτιά κατά την κατάληψη προξένησε ζημιές στον πάνω όροφο του σπιτιού. Μετά τον πόλεμο το κτήμα αποκαταστάθηκε όπως ήταν την εποχή που ο Τολστόι ζούσε εκεί[7].
Σπίτι του Λέων Τολστόι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το σπίτι του Λέοντα Τολστόι ήταν αρχικά μια πτέρυγα του μεγαλύτερου σπιτιού όπου είχε γεννηθεί, και το οποίο είχε χτίσει ο πατέρας του. Ο Τολστόι αναγκάστηκε να πουλήσει το κύριο μέρος του παλιού σπιτιού, το οποίο αποσυναρμολογήθηκε και μεταφέρθηκε σε άλλο κτήμα, αφήνοντας μόνο δύο πτέρυγες. Ο Τολστόι μετακόμισε σε μία από αυτές το 1856 και έζησε εκεί για περισσότερο από πενήντα χρόνια. Έφερε εκεί τη γυναίκα του το 1862 για να ζήσουν μαζί, και επέκτεινε το σπίτι για να κάνει χώρο για την οικογένειά του που μεγάλωνε. Το σπίτι σήμερα διατηρείται στην κατάσταση που είχε όταν πέθανε ο συγγραφέας το 1910[8].
Πτέρυγα Κουζμίνσκι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πτέρυγα Κουζμίνσκι, όπως το σπίτι του Τολστόι, ήταν αρχικά μέρος του μεγαλύτερου σπιτιού που έχτισε ο πατέρας του Τολστόι. Το 1859 ο Τολστόι το μετέτρεψε σε σχολείο για τα παιδιά των χωρικών του κτήματός του, όπου και έβαζε σε εφαρμογή τις θεωρίες του για την εκπαίδευση. Μετά το 1862 έγινε το σπίτι της μικρότερης αδελφής της γυναίκας του, Τατιάνα Αντρέγεβνα Κουζμίνσκαγια και της οικογένειάς της.
Το σπίτι Βολκόνσκι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το σπίτι Βολκόνσκι όπου ζούσε ο παππούς του Τολστόι Νικολάι, είναι το παλιότερο κτίσμα στο κτήμα. Την εποχή του Τολστόι ήταν το σπίτι για τους υπηρέτες. Αργότερα, η ανατολική πτέρυγα του σπιτιού έγινε το ατελιέ της κόρης του Τολστόι Τατιάνα, η οποία ήταν ζωγράφος.
Τάφος του Λέοντα Τολστόι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολύ πριν πεθάνει, ο Τολστόι είχε ανακοινώσει το μέρος όπου επιθυμούσε να ταφεί. Ένα μικρό ξέφωτο που λεγόταν "το μέρος του πράσινου ραβδιού", δίπλα σε μια μεγάλη ρεματιά, μέρος του παλιού δάσους που λεγόταν Δάσος της Παλιάς Τάξης (Старый Заказ, Στάρι Ζακάζ) γιατί το κόψιμο των δέντρων εκεί είχε απαγορευτεί από τον καιρό του παππού του, και πολλά από τα δέντρα εκεί ήταν πάνω από 100 χρόνων. Η ονομασία "το μέρος του πράσινου ραβδιού" είχε δοθεί από τον μεγαλύτερο αδελφό του Τολστόι Νικολάι, γιατί είχε πει πως αυτός που θα έβρισκε το μαγικό ραβδί δεν θα πέθαινε ποτέ, ούτε θα αρρώσταινε. Αυτός και ο αδελφός σου συχνά κάθονταν στο ξέφωτο στο σκοτάδι και μιλούσαν[9].
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Yasnaya Polyana της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες). |
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 Suzanne Massie, Land of the Firebird, p. 308
- Άλμα πάνω↑ Official site of Yasnaya Polyana Museum (στα ρωσικά)
- Άλμα πάνω↑ Suzanne Massie, p. 310
- Άλμα πάνω↑ Narrative of tour guides at Yasnaya Poloyana, summer 2010.
- Άλμα πάνω↑ Official website of Yasnaya Polyana
- Άλμα πάνω↑ Μετά τον πόλεμο τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν σε άλλο νεκροταφείο, σύμφωνα με τους τουριστικούς οδηγούς για τη Γιάσναγια Πολιάνα.
- Άλμα πάνω↑ Μετά τον πόλεμο η Σοβιετική Κυβέρνηση και οι Αμερικάνοι αξιωματούχοι στη Δίκη της Νυρεμβέργης κατηγόρησαν τους Γερμανούς ότι λεηλάτησαν το σπίτι: "Κατέστρεψαν το κτήμα και το μουσείο του Λέων Τολστόι "Γιάσναγια Πολιάνα" και βεβήλωσαν τον τάφο του μεγάλου συγγραφέα", είπε ο Robert H. Jackson κατά τη Δίκη της Νυρεμβέργης (βλ. The Case Against the Nazi War Criminals: Opening Statement for the United States of America, A.A. Knopf, 1946, page 164). Anton Sterzl - Das Tolstoi-Haus, 1992, Langen Müller in der F.A. Herbig Verlagsbuchhandlung GmbH München, Germany
- Άλμα πάνω↑ Επίσημος ιστότοπος του Μουσείου Γιάσναγια Πολιάνα
- Άλμα πάνω↑ Επίσημος ιστότοπος του Μουσείου Γιάσναγια Πολιάνα. Για την ιστορία για το μαγικό ραβδί βλ. επίσης Massie (σ. 308) και Zverev, Lev Tolstoy.
Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Suzanne Massie, Land of the Firebird, the Beauty of Old Russia, Simon and Schuster, New York 1980
- Aleksey Zveryev and Vladimir Tunimanov, Lev Tolstoy, Moldaya Gvardiya Publishers, Moscow, 2007 (ρωσικά), ISBN 978-5-235-03037-4
Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)